στυφότης

στυφότης
στῡφ-ότης, ητος, ,
A thickness, denseness, opp. μανότης, Plu.2.96f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στυφότης — thickness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφότητα — στυφότης thickness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφότητι — στυφότης thickness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφότητος — στυφότης thickness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφνότης — ητος, ἡ, ΜΑ πιθ. μτφ. αυστηρότητα ή σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί στρυφνότης ή στυφότης] …   Dictionary of Greek

  • στυφότητα — η / στυφότης, ητος, ΝΜΑ [στυφός] νεοελλ. μσν. (για εδώδιμα) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα μσν. αρχ. μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα αρχ. πυκνότητα, στερεότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”